- σταφυλώματος
- σταφύλωμαa defect in the eye inside the corneaneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταφυλεκτομία — και σταφυλεκτομή, η, Ν ιατρ. χειρουργική αφαίρεση σταφυλής ή σταφυλώματος … Dictionary of Greek
σταφυλοτομία — η, ΝΜΑ, και σταφυλητομία Α χειρουργική αφαίρεση ή τομή τής σταφυλής νεοελλ. εγχείρηση εκτομής σταφυλώματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. staphylotomie (< σταφυλήν + τομία < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek